- ἐξονομακλήδην
- ἐξονομ-ακλήδην, Adv.A by name,
ἐ. ὀνομάζων Il.22.415
;ἐκ δ' ὀ. Od.4.278
;ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐ. 12.250
;προκαλεῖσθαι Critias 6.8
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐ. ὀνομάζων Il.22.415
;ἐκ δ' ὀ. Od.4.278
;ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐ. 12.250
;προκαλεῖσθαι Critias 6.8
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξονομακλήδην — ἐξονομακλήδην (Α) επίρρ. ονομαστικά, με τ όνομά του («ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όνομα καλείν] … Dictionary of Greek
ἐξονομακλήδην — by name indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)